Αντιστέκομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: αντιστέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsispirti, priešintis, pasipriešinti, priešinasi, atsilaikyti
Αντιστέκομαι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι

αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο, αντιστέκομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αντιστέκομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αντιπροσωπεύω στα λιθουανικά - vaizduoti, atstovauti, simbolizuoti, reprezentuoti, sudaro, atstovauja, reiškia, ...
  • αντιπρόσωπος στα λιθουανικά - atstovas, įgaliotinis, pavyzdys, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui
  • αντισταθμίζω στα λιθουανικά - savitvarda, šaltakraujiškumas, pusiausvyra, pakabti ore, išlaikyti pusiausvyrą
  • αντιστοιχώ στα λιθουανικά - atstovauti, simbolizuoti, tikti, vaizduoti, reprezentuoti, susirašinėti, derėti, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντιστέκομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atsispirti, priešintis, pasipriešinti, priešinasi, atsilaikyti