Αντιστέκομαι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αντιστέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одолее, спротивстават, се спротивстави на, се спротивстави, спротивстави
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι
αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο, αντιστέκομαι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αντιστέκομαι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αντιπροσωπεύω στα σλαβομακεδονικά - претставуваат, претставува
- αντιπρόσωπος στα σλαβομακεδονικά - претставник, претставникот, претставник на, застапник, репрезентативен
- αντισταθμίζω στα σλαβομακεδονικά - спокојство, самоувереност, смиреност, такт, достоинствено држење
- αντιστοιχώ στα σλαβομακεδονικά - одговара, кореспондираат, одговараат, соодветствува, соодветствуваат
Τυχαίες λέξεις
Αντιστέκομαι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одолее, спротивстават, се спротивстави на, се спротивстави, спротивстави
Μεταφράσεις: одолее, спротивстават, се спротивстави на, се спротивстави, спротивстави