Αντιστέκομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: αντιστέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trotsa, motstå, stå emot, stå, emot, motstånd
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι
αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο, αντιστέκομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, αντιστέκομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αντιπροσωπεύω στα σουηδικά - representera, föreställa, representerar, utgör, företräda, utgöra
- αντιπρόσωπος στα σουηδικά - ombud, representativ, representativt, representativa, representant, företrädare
- αντισταθμίζω στα σουηδικά - kompensera, ersätta, poise, pois, balans, värdighet
- αντιστοιχώ στα σουηδικά - brevväxla, korrespondera, motsvarar, motsvara, överensstämmer, svarar, överensstämma
Τυχαίες λέξεις
Αντιστέκομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: trotsa, motstå, stå emot, stå, emot, motstånd
Μεταφράσεις: trotsa, motstå, stå emot, stå, emot, motstånd