Αποδέχομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποδέχομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þiggja, ættleiða, samþykkja, taka, sætta, að samþykkja, sætta sig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδέχομαι
αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι αντίθετα, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποδέχομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- απογυμνώνω στα ισλανδικά - denude
- αποδέκτης στα ισλανδικά - viðtakandi, viðtakanda, móttakanda, að viðtakandi
- αποδίδω στα ισλανδικά - fremja, afkasta, framkvæma, eiginleiki, Attribute, eigindi, eigind, ...
- αποδείξεις στα ισλανδικά - vísbendingar, sönnunargögn, sönnun, bendir, sannanir
Τυχαίες λέξεις
Αποδέχομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þiggja, ættleiða, samþykkja, taka, sætta, að samþykkja, sætta sig
Μεταφράσεις: þiggja, ættleiða, samþykkja, taka, sætta, að samþykkja, sætta sig