Αποδέχομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποδέχομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priimti, pritarti, sutikti, pripažinti, priima
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδέχομαι
αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι αντίθετα, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποδέχομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απογυμνώνω στα λιθουανικά - apnuoginti, atimti, Atsegt, atidengti, Laupīt
- αποδέκτης στα λιθουανικά - adresatas, Addressee, adresato, skirtas, adresatui
- αποδίδω στα λιθουανικά - savybė, vaidinti, požymis, skirti, atributas, atributo, atributą, ...
- αποδείξεις στα λιθουανικά - įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymus
Τυχαίες λέξεις
Αποδέχομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: priimti, pritarti, sutikti, pripažinti, priima
Μεταφράσεις: priimti, pritarti, sutikti, pripažinti, priima