Αποδυναμώνομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποδυναμώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
féfletta, impoverish, að féfletta, þess að féfletta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδυναμώνομαι
αποδυναμώνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποδυναμώνομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποδοχές στα ισλανδικά - hagnaður, tekjur, hagnaður á, Hagnaðarhlutur, eftir skatta
- αποδοχή στα ισλανδικά - staðfestingu, samþykki, staðfesting, viðurkenningu, móttöku
- αποδυναμώνω στα ισλανδικά - féfletta, impoverish, að féfletta, þess að féfletta
- αποζημίωση στα ισλανδικά - bætur, skaðabætur, bóta, laun, endurgjald
Τυχαίες λέξεις
Αποδυναμώνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: féfletta, impoverish, að féfletta, þess að féfletta
Μεταφράσεις: féfletta, impoverish, að féfletta, þess að féfletta