Ασυλία στα ισλανδικά
Μετάφραση: ασυλία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæli, friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυλία
ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασυλία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αστός στα ισλανδικά - bæjarmaðurinn, Bæjarmaður
- ασυδοσία στα ισλανδικά - friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin
- ασυμβίβαστος στα ισλανδικά - ósamrýmanleg, ósamrýmanlegt, samrýmist, ósamrýmanlegar, samrýmist ekki
- ασυμμετρία στα ισλανδικά - asymmetry, Skekking líkindadreifingarinnar, Skekking líkindadreifingarinnar hefur, ósamhverfa, ósamhverfu
Τυχαίες λέξεις
Ασυλία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hæli, friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin
Μεταφράσεις: hæli, friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin