Ασυλία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ασυλία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυλία
ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασυλία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αστός στα πορτογαλικά - citadino, cidadão, de cidadão, um cidadão, cidadão de
- ασυδοσία στα πορτογαλικά - imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
- ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά - incompatível, incompatíveis, incompatibilidade, compatível
- ασυμμετρία στα πορτογαλικά - assimetria, assimetria de, assimetrias, a assimetria, de assimetria
Τυχαίες λέξεις
Ασυλία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Μεταφράσεις: guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção