Ασφαλίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tryggja, að tryggja, vátryggja
Ασφαλίζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφαλίζω

εξασφαλίζω μετάφραση, ασφαλίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασφαλίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασφάλιση στα ισλανδικά - ábyrgð, tryggingar, Vátryggingin, vátrygging, tryggingafélagi
  • ασφαλής στα ισλανδικά - öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf
  • ασφαλώς στα ισλανδικά - vissulega, örugglega, sannarlega, svo sannarlega
  • ασφυκτιώ στα ισλανδικά - kafna
Τυχαίες λέξεις
Ασφαλίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tryggja, að tryggja, vátryggja