Βασιλεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βασιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drottna, ríkja, yfirráð, konungur, verða konungur, að ríkja
Βασιλεύω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασιλεύω

βασιλεύω ετυμολογία, βασιλεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βασιλεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βασικός στα ισλανδικά - undirstöðu, grunn, grundvallar, einföld
  • βασιλεία στα ισλανδικά - konungur, ríkja, verða konungur, drottna, að ríkja
  • βασιλιάς στα ισλανδικά - konungur, konungr, konungurinn, konungs, King
  • βασιλικός στα ισλανδικά - Basil, basilikum, skinku
Τυχαίες λέξεις
Βασιλεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: drottna, ríkja, yfirráð, konungur, verða konungur, að ríkja