Βασιλεύω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βασιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szokvány, vonalzó, uralkodik, uralkodni, uralkodása, uralkodjék, uralkodjon
Βασιλεύω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασιλεύω

βασιλεύω ετυμολογία, βασιλεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βασιλεύω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βασικός στα ουγγρικά - legfontosabb, gyapotszál, állandó, gyapjúszál, rakodóhely, fémkapocs, alapvető, ...
  • βασιλεία στα ουγγρικά - uralkodik, uralkodni, uralkodása, uralkodjék, uralkodjon
  • βασιλιάς στα ουγγρικά - király, királya, királynak, king, királyának
  • βασιλικός στα ουγγρικά - fejedelmi, bazsalikom, bazsalikomos, bazsalikommal, bazsalikomot, a bazsalikom
Τυχαίες λέξεις
Βασιλεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szokvány, vonalzó, uralkodik, uralkodni, uralkodása, uralkodjék, uralkodjon