Γενναιόδωρος στα ισλανδικά

Μετάφραση: γενναιόδωρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göfugur, örlátur, flott, örlátir
Γενναιόδωρος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενναιόδωρος

γενναιόδωρος αγγλικα, γενναιόδωρος συνώνυμα, γενναιόδωρος στα αγγλικα, γενναιόδωρος μεταφραση, γενναιόδωρος λεξικο, γενναιόδωρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γενναιόδωρος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γενναιοδωρία στα ισλανδικά - rausn, örlæti, gjafmildi, velferðarforsjár, að örlæti
  • γενναιόδωρα στα ισλανδικά - ríkulega, örlátur, örlátlega, örlæti, af örlæti
  • γενναιότητα στα ισλανδικά - kjarkur, hugrekki, djörfung, hugur, Dirfska, hreysti
  • γεννητικός στα ισλανδικά - generative
Τυχαίες λέξεις
Γενναιόδωρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: göfugur, örlátur, flott, örlátir