Γενναιόδωρος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γενναιόδωρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generoso, geração, desapegado, liberal, generosa, generosos, generosas, espaçosos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναιόδωρος
γενναιόδωρος αγγλικα, γενναιόδωρος συνώνυμα, γενναιόδωρος στα αγγλικα, γενναιόδωρος μεταφραση, γενναιόδωρος λεξικο, γενναιόδωρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γενναιόδωρος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γενναιοδωρία στα πορτογαλικά - generosidade, a generosidade, generosity, da generosidade
- γενναιόδωρα στα πορτογαλικά - generosamente, generosa, generosidade, com generosidade, generoso
- γενναιότητα στα πορτογαλικά - denodo, ânimo, bravura, coragem, valentia, a bravura, ousadia
- γεννητικός στα πορτογαλικά - gerador, generativa, generativo, geradora, generative
Τυχαίες λέξεις
Γενναιόδωρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: generoso, geração, desapegado, liberal, generosa, generosos, generosas, espaçosos
Μεταφράσεις: generoso, geração, desapegado, liberal, generosa, generosos, generosas, espaçosos