Γενναιόδωρος στα τούρκικα

Μετάφραση: γενναιόδωρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cömert, cömert bir, zengin, bol
Γενναιόδωρος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενναιόδωρος

γενναιόδωρος αγγλικα, γενναιόδωρος συνώνυμα, γενναιόδωρος στα αγγλικα, γενναιόδωρος μεταφραση, γενναιόδωρος λεξικο, γενναιόδωρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, γενναιόδωρος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γενναιοδωρία στα τούρκικα - cömertlik, generosity, cömertliği
  • γενναιόδωρα στα τούρκικα - bol bol, cömertçe, cömert, bolca, cömert bir
  • γενναιότητα στα τούρκικα - cesaret, yiğitlik, cesareti, bravery, kahramanlık
  • γεννητικός στα τούρκικα - üretken, generatif, üretimsel, üretici, generative
Τυχαίες λέξεις
Γενναιόδωρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: cömert, cömert bir, zengin, bol