Διορθώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiðrétta, rétt, réttar, rétta, réttur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορθώνω
διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω στα αγγλικά, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω αόριστος, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διορθώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διορατικότητα στα ισλανδικά - innsýn, innsæi, skilningur, innsæið
- διοργάνωση στα ισλανδικά - fyrirkomulag, skipulag, stofnun, samtök, stofnunin, skipulagi
- διορισμός στα ισλανδικά - skipun, stefnumót, tilnefning, Ráðning, erindið
- διοχετεύω στα ισλανδικά - holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
Τυχαίες λέξεις
Διορθώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leiðrétta, rétt, réttar, rétta, réttur
Μεταφράσεις: leiðrétta, rétt, réttar, rétta, réttur