Διορθώνω στα λατινικά
Μετάφραση: διορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
emendo, rectus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορθώνω
διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω στα αγγλικά, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω αόριστος, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω λεξικό γλώσσας λατινικά, διορθώνω στα λατινικά
Μεταφράσεις
- διοχετεύω στα λατινικά - fossa, canalis, prodo
Τυχαίες λέξεις
Διορθώνω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: emendo, rectus
Μεταφράσεις: emendo, rectus