Διορθώνω στα δανικά
Μετάφραση: διορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ret, rette, korrekt, rigtig, korrekte, rigtige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορθώνω
διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω στα αγγλικά, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω αόριστος, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω λεξικό γλώσσας δανικά, διορθώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διορατικότητα στα δανικά - indsigt, indblik, viden, indsigt i
- διοργάνωση στα δανικά - organisering, organisation, organisationen, tilrettelæggelse
- διορισμός στα δανικά - aftale, tid, udnævnelse, udnævnelsen, udpegelse
- διοχετεύω στα δανικά - kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, ...
Τυχαίες λέξεις
Διορθώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ret, rette, korrekt, rigtig, korrekte, rigtige
Μεταφράσεις: ret, rette, korrekt, rigtig, korrekte, rigtige