Διορθώνω στα σουηδικά
Μετάφραση: διορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rätta, beriktiga, korrigera, rätt, riktig, just, korrekt, korrekta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορθώνω
διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω στα αγγλικά, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω αόριστος, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διορθώνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διορατικότητα στα σουηδικά - insikt, inblick, insyn, insikter, insikten
- διοργάνωση στα σουηδικά - organisation, organisationen, organisationens
- διορισμός στα σουηδικά - möte, träff, ämbete, tidsbeställning, utnämning, utnämningen, utses
- διοχετεύω στα σουηδικά - kanal, dränera, rinna, tömma, avlopp, tappa
Τυχαίες λέξεις
Διορθώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rätta, beriktiga, korrigera, rätt, riktig, just, korrekt, korrekta
Μεταφράσεις: rätta, beriktiga, korrigera, rätt, riktig, just, korrekt, korrekta