Δριμύτητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: δριμύτητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alvarleiki, alvarleika, vægi, alvarlegri, harka
Δριμύτητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δριμύτητα

δριμύτητα ορισμος, δριμύτητα συνωνυμα, δριμύτητα συνωνυμο, δριμύτητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δριμύτητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δριμύς στα ισλανδικά - beiskur, tilfinnanlegur, alvarleg, alvarlega, alvarlegt, alvarlegri, alvarlegar
  • δριμύτατα στα ισλανδικά - alvarlega, mjög, verulega, ströngum, með alvarlega
  • δρομάκι στα ισλανδικά - sundið, Alley, hlaupastígur, eða kanóar, húsasund
  • δρομέας στα ισλανδικά - hlaupari, Runner, öðru sæti
Τυχαίες λέξεις
Δριμύτητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: alvarleiki, alvarleika, vægi, alvarlegri, harka