Εδραίωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: εδραίωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εδραίωση
εδραίωση θηλασμού, εδραίωση γαλουχίασ, εδραίωση λεξικο, εδραίωση βικιλεξικο, εδραίωση τησ ειρήνησ, εδραίωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εδραίωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εδαφικός στα ισλανδικά - landsvæði, svæðisbundna, landhelgi, svæðisbundin, landfræðileg
- εδραίος στα ισλανδικά - fyrirtæki, fastur, eindreginn, firma, vel þekkt, vel sett, vel komið
- εδραιώνω στα ισλανδικά - edraiono
- εδώ στα ισλανδικά - hér, hérna, hingað, áfram, hér til
Τυχαίες λέξεις
Εδραίωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun
Μεταφράσεις: styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun