Εδραίωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εδραίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εδραίωση
εδραίωση θηλασμού, εδραίωση γαλουχίασ, εδραίωση λεξικο, εδραίωση βικιλεξικο, εδραίωση τησ ειρήνησ, εδραίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εδραίωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εδαφικός στα πορτογαλικά - territorial, territoriais, território, do território
- εδραίος στα πορτογαλικά - firmar, firme, forte, rijo, constante, firma, consistente, ...
- εδραιώνω στα πορτογαλικά - consolidar, seguro, edraiono
- εδώ στα πορτογαλικά - cá, rebanho, aqui, daqui
Τυχαίες λέξεις
Εδραίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da
Μεταφράσεις: consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da