Εδραίωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εδραίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consolidering, versterking, consolidatie, de consolidatie, consolidatie van
Εδραίωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εδραίωση

εδραίωση θηλασμού, εδραίωση γαλουχίασ, εδραίωση λεξικο, εδραίωση βικιλεξικο, εδραίωση τησ ειρήνησ, εδραίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εδραίωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εδαφικός στα ολλανδικά - territoriaal, territoriale, de territoriale
  • εδραίος στα ολλανδικά - hecht, stoer, robuust, potig, ferm, vast, hard, ...
  • εδραιώνω στα ολλανδικά - beschutten, vastmaken, bevestigen, vaststellen, beveiligen, fixeren, vast, ...
  • εδώ στα ολλανδικά - hierheen, hier, even, here, zich hier, hier te
Τυχαίες λέξεις
Εδραίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: consolidering, versterking, consolidatie, de consolidatie, consolidatie van