Εμφυτεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræ, vefjalyfið, liðskipti, vefjalyf, í vef, vefjalyfi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω
εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμφυτεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμφιαλώνω στα ισλανδικά - flaska, flöskur, flöskum, glös
- εμφυσώ στα ισλανδικά - innræta, inculcate
- εμψυχώνω στα ισλανδικά - reanimate
- ενάγω στα ισλανδικά - ákæra
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fræ, vefjalyfið, liðskipti, vefjalyf, í vef, vefjalyfi
Μεταφράσεις: fræ, vefjalyfið, liðskipti, vefjalyf, í vef, vefjalyfi