Εμφυτεύω στα λετονικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēkla, implantu, implants, implantāts, implanta, implantāta
Εμφυτεύω στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας λετονικά, εμφυτεύω στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα λετονικά - pudele, pudeles, pudelēs, pudelītes, pudelēm, pudeļu
  • εμφυσώ στα λετονικά - iepotēt, ieaudzināt, ieaudzinātu, mērķi ieaudzināt, tādos vārdos
  • εμψυχώνω στα λετονικά - atdzīvināt, reanimēt
  • ενάγω στα λετονικά - apsūdzēt, apsūdzību, izvirzīt apsūdzību, celtu apsūdzības, apsūdzības par
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: sēkla, implantu, implants, implantāts, implanta, implantāta