Εμφυτεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ímpeto, semente, implantar, entrever, implante, do implante, implantes, implante de
Εμφυτεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμφυτεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα πορτογαλικά - frasco, engarrafar, garrafa, garrafas, frascos, garrafas de, frascos de, ...
  • εμφυσώ στα πορτογαλικά - iniciar, novato, injectar, inculcar, incutir, inculcam, inculcate, ...
  • εμψυχώνω στα πορτογαλικά - reanimar, reanimate, reanimá, reanimar a, reavivar
  • ενάγω στα πορτογαλικά - acusar, processar, indiciar, indiciá, indiciamento
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ímpeto, semente, implantar, entrever, implante, do implante, implantes, implante de