Εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имплант, имплантот, имплантација, импланти, имплантант
Εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα σλαβομακεδονικά - шишето, шишиња, шишенца, шишињата, шишиња со, шишиња за
  • εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά - влее, насаждам, налагам, им влее, да им влее
  • εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά - реанимира, го реанимира
  • ενάγω στα σλαβομακεδονικά - обвинат, обвинение, обвинува, поднесе обвинение, го обвинува
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: имплант, имплантот, имплантација, импланти, имплантант