Εμφυτεύω στα ρουμανικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spermă, sămânţă, implant, implantului, implantul, de implant, implant de
Εμφυτεύω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμφυτεύω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα ρουμανικά - sticlă, butelie, stil, sticle, sticle de, flacoane, de sticle, ...
  • εμφυσώ στα ρουμανικά - inspira, inculce, inculcate, insufle, imprime
  • εμψυχώνω στα ρουμανικά - reanima, reanimarea, reanimeze, reanimării, reanimat
  • ενάγω στα ρουμανικά - inculpa, sub acuzare, punerea sub acuzare, pune sub acuzare, pus sub acuzare
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: spermă, sămânţă, implant, implantului, implantul, de implant, implant de