Εμφυτεύω στα κροατικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očistiti, zrno, klica, zasijati, usaditi, utisnuti, posaditi, implantat, implantata, implant
Εμφυτεύω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας κροατικά, εμφυτεύω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα κροατικά - boca, flaša, boce, bočice, bocama, bočica
  • εμφυσώ στα κροατικά - ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje
  • εμψυχώνω στα κροατικά - oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti
  • ενάγω στα κροατικά - moliti, tužiti, optužiti, optužni, optužnog, optužne, optužnih
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: očistiti, zrno, klica, zasijati, usaditi, utisnuti, posaditi, implantat, implantata, implant