Εμφυτεύω στα σλοβακικά

Μετάφραση: εμφυτεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
semeno, implantát, počiatok, implantáty
Εμφυτεύω στα σλοβακικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυτεύω

εμφυτεύω συνώνυμο, εμφυτεύω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, εμφυτεύω στα σλοβακικά

Μεταφράσεις

  • εμφιαλώνω στα σλοβακικά - fľaša, fľaše, fľašky, flaše, fliaš
  • εμφυσώ στα σλοβακικά - vštepiť, vštiepiť, vštípit, vštepovať
  • εμψυχώνω στα σλοβακικά - životný, oživiť, oživenie, obnoviť
  • ενάγω στα σλοβακικά - obviniť, obžalovať, obvinit, obvinené, obvinil
Τυχαίες λέξεις
Εμφυτεύω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: semeno, implantát, počiatok, implantáty