Ενορία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενορία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreppur, Parish, sókn, sóknarprest, söfnuðurinn, sóknin
Ενορία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενορία

ενορία αγίου ελευθερίου κερκύρας, ενορία που ανήκω, ενορία 40 εκκλησιών, ενορία εν δράσει, ενορία αποστόλου ανδρέα πλατύ, ενορία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενορία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενοποίηση στα ισλανδικά - styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun
  • ενοποιώ στα ισλανδικά - sameina, unify, að sameina, sameiningu, að unify
  • ενοχή στα ισλανδικά - sekt, sektarkennd, sök, misgjörð, sektar
  • ενοχλητικός στα ισλανδικά - meddlesome
Τυχαίες λέξεις
Ενορία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hreppur, Parish, sókn, sóknarprest, söfnuðurinn, sóknin