Ενσπείρω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενσπείρω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sá, innræta, instil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσπείρω
ενσπείρω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενσπείρω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενσάρκωση στα ισλανδικά - holdgun, holdtekju, útfærslu notaði ég, útfærslu notaði
- ενσαρκώνω στα ισλανδικά - holdi, holdi klætt, holdtekna
- ενσταλάζω στα ισλανδικά - fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla
- ενστικτωδώς στα ισλανδικά - dragast, dragast að, ósjálfrátt, að dragast
Τυχαίες λέξεις
Ενσπείρω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sá, innræta, instil
Μεταφράσεις: sá, innræta, instil