Ενσπείρω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενσπείρω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kiaulė, įdiegti, sukelti, įteigti, diegti, keltų
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσπείρω
ενσπείρω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενσπείρω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ενσάρκωση στα λιθουανικά - įsikūnijimas, inkarnacija, įkūnijimas, įsikūnijimo, įsikūnijimu
- ενσαρκώνω στα λιθουανικά - įsikūnijęs, įsikūnijo, įsikūnijusio, įkūnyti, įkūnytas
- ενσταλάζω στα λιθουανικά - įlieti, įkvėpti, infuzuojamas, sužadinti, įteigti
- ενστικτωδώς στα λιθουανικά - instinktyviai, intuityviai
Τυχαίες λέξεις
Ενσπείρω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kiaulė, įdiegti, sukelti, įteigti, diegti, keltų
Μεταφράσεις: kiaulė, įdiegti, sukelti, įteigti, diegti, keltų