Ενσπείρω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ενσπείρω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклікаць, ўнушаць, пераконваць, унушаць, сеяць
Ενσπείρω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσπείρω

ενσπείρω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενσπείρω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ενσάρκωση στα λευκορωσικά - ўвасабленне, увасабленне, ажыццяўленне, ўвасабленьне, увасабленьне
  • ενσαρκώνω στα λευκορωσικά - уцелаўлёны, увасоблены, ўвасоблены, увасабляючы
  • ενσταλάζω στα λευκορωσικά - настойваць
  • ενστικτωδώς στα λευκορωσικά - інстынктыўна, інстыктыўна
Τυχαίες λέξεις
Ενσπείρω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: выклікаць, ўнушаць, пераконваць, унушаць, сеяць