Ενσπείρω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενσπείρω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
всади, влее, влевање, се всади, се влее
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσπείρω
ενσπείρω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενσπείρω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενσάρκωση στα σλαβομακεδονικά - инкарнација, воплотување, воплотувањето, отелотворување, олицетворение
- ενσαρκώνω στα σλαβομακεδονικά - воплотениот, воплотен, отелотворен, воплоти, проклет
- ενσταλάζω στα σλαβομακεδονικά - кисна, инспирирање, да кисна, инспирирање на, преливам
- ενστικτωδώς στα σλαβομακεδονικά - инстинктивно, инстиктивно, инстинктивно се, инстинктивно ги, инстинктивно го
Τυχαίες λέξεις
Ενσπείρω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: всади, влее, влевање, се всади, се влее
Μεταφράσεις: всади, влее, влевање, се всади, се влее