Εξακοντίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξακοντίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
henda, skjóta, að skjóta, skýtur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξακοντίζω
εξακοντίζω συνώνυμο, εξακοντίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξακοντίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξαιρετικός στα ισλανδικά - afbragðslegur, óvenjulegur, einstök, framúrskarandi, einstakt, sérstakar
- εξακολουθώ στα ισλανδικά - geyma, áfram, halda áfram, að halda áfram, haldið áfram, halda áfram að
- εξακριβώνω στα ισλανδικά - ganga úr skugga, Gengið er úr skugga, fullyrða, ganga úr skugga um, að ganga úr skugga
- εξαλείφω στα ισλανδικά - efface
Τυχαίες λέξεις
Εξακοντίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: henda, skjóta, að skjóta, skýtur
Μεταφράσεις: henda, skjóta, að skjóta, skýtur