Εξακοντίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξακοντίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пука, пукаат, снимате, фотографира, пука на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξακοντίζω
εξακοντίζω συνώνυμο, εξακοντίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξακοντίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξαιρετικός στα σλαβομακεδονικά - исклучителни, исклучително, исклучителна, извонредна, исклучителен
- εξακολουθώ στα σλαβομακεδονικά - продолжи, продолжуваат, да продолжи, продолжат, продолжи со
- εξακριβώνω στα σλαβομακεδονικά - да утврди, утврди, се утврди, утврдат, да утврдува
- εξαλείφω στα σλαβομακεδονικά - лечење, избрише
Τυχαίες λέξεις
Εξακοντίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пука, пукаат, снимате, фотографира, пука на
Μεταφράσεις: пука, пукаат, снимате, фотографира, пука на