Εξακοντίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εξακοντίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaudyti, kol, fotografuoti, nušauti
Εξακοντίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξακοντίζω

εξακοντίζω συνώνυμο, εξακοντίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξακοντίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εξαιρετικός στα λιθουανικά - išimtinis, išskirtinis, išskirtinė, išskirtinės, išimtinė
  • εξακολουθώ στα λιθουανικά - tęsti, laikyti, pragyvenimas, toliau, ir toliau, tęstis
  • εξακριβώνω στα λιθουανικά - nustatyti, išsiaiškinti, įsitikinti, Įsitikinama
  • εξαλείφω στα λιθουανικά - išbraukti, Vengiama, likti nepastebimam, Pranoksta, Efface
Τυχαίες λέξεις
Εξακοντίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šaudyti, kol, fotografuoti, nušauti