Εξακοντίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξακοντίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arremesse, atirar, disparar, fotografar, filmar, tiro
Εξακοντίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξακοντίζω

εξακοντίζω συνώνυμο, εξακοντίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξακοντίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξαιρετικός στα πορτογαλικά - fora, grande, magno, maiúsculo, excepcional, proeminente, excepcionais
  • εξακολουθώ στα πορτογαλικά - continuar, guardar, durar, poupar, afiado, manter, fortaleza, ...
  • εξακριβώνω στα πορτογαλικά - verificar, determinar, averiguar, apurar, certificar
  • εξαλείφω στα πορτογαλικά - equivalente, apagar, enxugar, afastar, desqualificar, elimine, delegado, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξακοντίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arremesse, atirar, disparar, fotografar, filmar, tiro