Επιείκεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιείκεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlátssemina
Επιείκεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιείκεια

επιείκεια κλιση, επιείκεια λεξικο, επιείκεια αγγλικα, επιείκεια ετυμολογία, επιείκεια βικιπαιδεια, επιείκεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιείκεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιδόρπιο στα ισλανδικά - eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt
  • επιδότηση στα ισλανδικά - niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
  • επιεικής στα ισλανδικά - fyrirgefa, að fyrirgefa, fúsir til að fyrirgefa, fyrirgefandi, fyrirgefur
  • επιζήμιος στα ισλανδικά - skaðleg, skaðleg áhrif, skaðlegt, slæm áhrif, skaði
Τυχαίες λέξεις
Επιείκεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eftirlátssemina