Επιείκεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιείκεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aflaat, genade, genot, verwennerij, mateloosheid, toegeeflijkheid
Επιείκεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιείκεια

επιείκεια κλιση, επιείκεια λεξικο, επιείκεια αγγλικα, επιείκεια ετυμολογία, επιείκεια βικιπαιδεια, επιείκεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιείκεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιδόρπιο στα ολλανδικά - toetje, dessert, toespijs, nagerecht, het dessert, Dessert Restaurantgegevens
  • επιδότηση στα ολλανδικά - subsidie, toelage, stipendium, ondersteuning, steun, subsidies, subsidiebedrag
  • επιεικής στα ολλανδικά - menselijk, humaan, vergevensgezind, vergevingsgezind, vergeven, vergevingsgezinde, vergevende
  • επιζήμιος στα ολλανδικά - schadelijk, nadelig, nadelige, schadelijke, schadelijk is
Τυχαίες λέξεις
Επιείκεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aflaat, genade, genot, verwennerij, mateloosheid, toegeeflijkheid