Καινοτόμος στα ισλανδικά

Μετάφραση: καινοτόμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýsköpun, innovating, að nýsköpun, að innovating
Καινοτόμος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καινοτόμος

καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καινοτόμος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καινοτομία στα ισλανδικά - nýsköpun, nýjung, nýsköpunar, nýbreytni, nýjungar
  • καινοτομώ στα ισλανδικά - forliði, nýjungar, nýsköpunar, nýsköpun, með nýjungar, Innovate
  • καινοφανής στα ισλανδικά - skáldsaga, skáldsögu, skáldsagan, bókin, bók
  • καινούριος στα ισλανδικά - ferskur, FRESHMAN
Τυχαίες λέξεις
Καινοτόμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nýsköpun, innovating, að nýsköpun, að innovating