Καινοτόμος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καινοτόμος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иновациите,, иновациите, иновирање, иновации, иновирање на
Καινοτόμος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καινοτόμος

καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καινοτόμος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καινοτομία στα σλαβομακεδονικά - иновации, иновациите, иновација, иновацијата, иновативност
  • καινοτομώ στα σλαβομακεδονικά - иновираат, пронаоѓаат, иновации, иновирање, да пронаоѓаат
  • καινοφανής στα σλαβομακεδονικά - романот, роман, нови, романот на, нов
  • καινούριος στα σλαβομακεδονικά - Новак, бруцош, бруцоши
Τυχαίες λέξεις
Καινοτόμος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: иновациите,, иновациите, иновирање, иновации, иновирање на