Καινοτόμος στα πολωνικά

Μετάφραση: καινοτόμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
innowacyjny, nowatorski, innowacje, innowacji, innowacyjne, innowacyjnych, innowację
Καινοτόμος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καινοτόμος

καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, καινοτόμος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • καινοτομία στα πολωνικά - usprawnienie, innowacyjność, nowinka, wynalazczość, innowacja, innowacji, innowacje, ...
  • καινοτομώ στα πολωνικά - pionier, torowanie, pionierstwo, wprowadzać innowacje, innowacji, innowacje, wprowadzania innowacji, ...
  • καινοφανής στα πολωνικά - nowomodny, nowy, powieść, nowela, nowatorski, nowoczesny, powieści, ...
  • καινούριος στα πολωνικά - noworoczny, nowy, świeży, nowatorski, inny, student pierwszego roku, studiów, ...
Τυχαίες λέξεις
Καινοτόμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: innowacyjny, nowatorski, innowacje, innowacji, innowacyjne, innowacyjnych, innowację