Καινοτόμος στα ιταλικά
Μετάφραση: καινοτόμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innovare, innovando, innovazione, innovative, innovativo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτόμος
καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, καινοτόμος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καινοτομία στα ιταλικά - innovazione, l'innovazione, dell'innovazione, all'innovazione, di innovazione
- καινοτομώ στα ιταλικά - pioniere, innovare, innovazione, di innovare, all'innovazione, innovarsi
- καινοφανής στα ιταλικά - romanzo, nuovo, nuova, romanzo di, nuovi
- καινούριος στα ιταλικά - nuovo, moderno, novello, matricola, di matricola, freshman, da matricola, ...
Τυχαίες λέξεις
Καινοτόμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: innovare, innovando, innovazione, innovative, innovativo
Μεταφράσεις: innovare, innovando, innovazione, innovative, innovativo