Κλινοσκεπάσματα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κλινοσκεπάσματα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lak, sængurföt, rúmföt, sængurfatnaður, segullyklar, sængurföt í
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλινοσκεπάσματα
κλινοσκεπάσματα λεξικο, περίεργα κλινοσκεπάσματα, αντιαλλεργικά κλινοσκεπάσματα, κλινοσκεπάσματα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κλινοσκεπάσματα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κλινική στα ισλανδικά - heilsugæslustöð, Lækningalind, sjúkrahúsið, Clinic, læknastofa
- κλινικός στα ισλανδικά - klínísk, klínískt, klínískri, klíníska, klínískar
- κλονισμός στα ισλανδικά - hrista, að hrista, hrist, skjálfti, hristingur
- κλοπή στα ισλανδικά - þjófnaður, þjófnaði, Theft, þjófnað, stolið
Τυχαίες λέξεις
Κλινοσκεπάσματα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lak, sængurföt, rúmföt, sængurfatnaður, segullyklar, sængurföt í
Μεταφράσεις: lak, sængurföt, rúmföt, sængurfatnaður, segullyklar, sængurföt í