Κλινοσκεπάσματα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κλινοσκεπάσματα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасцельныя, пасьцельныя, пасцельнае
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλινοσκεπάσματα
κλινοσκεπάσματα λεξικο, περίεργα κλινοσκεπάσματα, αντιαλλεργικά κλινοσκεπάσματα, κλινοσκεπάσματα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κλινοσκεπάσματα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κλινική στα λευκορωσικά - клініка
- κλινικός στα λευκορωσικά - клінічны
- κλονισμός στα λευκορωσικά - страсенне, сатрасеньне, скалынанне, страсеньне, сатрасенне
- κλοπή στα λευκορωσικά - крадзеж, крадзёж, кража
Τυχαίες λέξεις
Κλινοσκεπάσματα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пасцельныя, пасьцельныя, пасцельнае
Μεταφράσεις: пасцельныя, пасьцельныя, пасцельнае