Κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κλινοσκεπάσματα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
linnen, beddegoed, beddengoed, bedden, aanwezige bedden, strooisel
Κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλινοσκεπάσματα

κλινοσκεπάσματα λεξικο, περίεργα κλινοσκεπάσματα, αντιαλλεργικά κλινοσκεπάσματα, κλινοσκεπάσματα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλινική στα ολλανδικά - kliniek, clinic, ziekenhuis, de kliniek
  • κλινικός στα ολλανδικά - klinisch, klinische, de klinische
  • κλονισμός στα ολλανδικά - ruk, schok, schokken, schudden, het schudden, shaking, schudt, ...
  • κλοπή στα ολλανδικά - ontvreemding, diefstal, diefstal van, creditcardfraude, diefstal te
Τυχαίες λέξεις
Κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: linnen, beddegoed, beddengoed, bedden, aanwezige bedden, strooisel