Κλινοσκεπάσματα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κλινοσκεπάσματα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
півзахисник, постільні приналежності, постільні речі, постіль, постільне приладдя, ліжок надаються
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλινοσκεπάσματα
κλινοσκεπάσματα λεξικο, περίεργα κλινοσκεπάσματα, αντιαλλεργικά κλινοσκεπάσματα, κλινοσκεπάσματα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλινοσκεπάσματα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κλινική στα ουκρανικά - медпункт, клініка, лікарня, амбулаторія, клиника
- κλινικός στα ουκρανικά - клінічна, клінічний, клінічне
- κλονισμός στα ουκρανικά - струс
- κλοπή στα ουκρανικά - злодійський, злодійство, крадіж, крадіжка, злодійською, злодійської, крадіжку, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλινοσκεπάσματα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: півзахисник, постільні приналежності, постільні речі, постіль, постільне приладдя, ліжок надаються
Μεταφράσεις: півзахисник, постільні приналежності, постільні речі, постіль, постільне приладдя, ліжок надаються