Νοητός στα ισλανδικά

Μετάφραση: νοητός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugsanlegur, thinkable
Νοητός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοητός

νοητός λύκος, νοητός english, νοητός ήλιος, νοητός αγγλικά, νοητός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νοητός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοίκι στα ισλανδικά - húsaleiga, leiga, leigu, Leigan, leigja
  • νοημοσύνη στα ισλανδικά - upplýsingaöflun, njósna, njósnir, greind, vitsmunir
  • νοθεύω στα ισλανδικά - sophisticate
  • νοιάζομαι στα ισλανδικά - efni, atriði, málefni, umönnun, Care, aðgát, Umhirða, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοητός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hugsanlegur, thinkable