Νοητός στα ολλανδικά

Μετάφραση: νοητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
denkbaar, denkbare, ondenkbaar
Νοητός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοητός

νοητός λύκος, νοητός english, νοητός ήλιος, νοητός αγγλικά, νοητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοητός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοίκι στα ολλανδικά - verhuren, pachten, huur, huren, scheur, huurprijs, te huur, ...
  • νοημοσύνη στα ολλανδικά - intellect, geest, verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten
  • νοθεύω στα ολλανδικά - verdraaien, misleiden, verfijnd, verfijnde, sophisticate
  • νοιάζομαι στα ολλανδικά - ding, goedje, aangelegenheid, stof, substantie, zelfstandigheid, affaire, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: denkbaar, denkbare, ondenkbaar